- ριγανάτος
- -η, -ο, Ν [ρίγανη]1. (για ψητό φαγητό) αυτός που περιέχει ρίγανη2. το ουδ. ως ουσ. το ριγανάτοκρέας ψητό που είναι καρυκευμένο κυρίως με ρίγανη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ριγανάτος — η, ο αυτός που έχει μέσα ρίγανη: Φάγαμε σήμερα αρνί ριγανάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)